ανήμπορος

ανήμπορος
-η, -ο
κακοδιάθετος, άρρωστος: Ήταν ανήμπορος, γι' αυτό δεν ήρθε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανήμπορος — η, ο 1. αδύναμος, ασθενικός 2. φτωχός 3. ακατόρθωτος, απραγματοποίητος …   Dictionary of Greek

  • ανημπόρετος — η, ο ο ανήμπορος* …   Dictionary of Greek

  • εξάπορος — ον / ἐξάπορος, ον (Μ) [άπορος] αυτός που βρίσκεται σε απορία, σε αμηχανία, αβοήθητος, απροστάτευτος, ανήμπορος …   Dictionary of Greek

  • ζαΐφικος — η, ο [ζαΐφης] ζαΐφης, ανήμπορος, ασθενικός …   Dictionary of Greek

  • ημπορώ — και μπορώ (Μ ἠμπορῶ και μπορῶ και ἐμπορῶ) 1. έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πραγματοποιήσω κάτι 2. κατορθώνω, πετυχαίνω κάτι 3. μού είναι εύκολο να κάνω κάτι, έχω την ευχέρεια για κάτι 4. αντέχω, έχω την ψυχική δύναμη να κάνω… …   Dictionary of Greek

  • ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • σωροκουβάριασμα — το, Ν [σωροκουβαριάζομαι] το να έχει μαζευτεί κανείς από πόνο ή λύπη, ανήμπορος να κουνηθεί …   Dictionary of Greek

  • φονιάς — Ονομασία 2 μικρών νησιών. 1. Νησί του Κορινθιακού κόλπου, μπροστά στο δυτικό στόμιο του κόλπου της Δομβραίνας. 2. Νησί του νότιου Ευβοϊκού, το οποίο ανήκει στη νησιώτικη συστάδα που βρίσκεται μπροστά στον όρμο των Στύρων και κοντά στο ακρωτήριο… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντάς, Γρηγόριος — I (Μηλιές Πηλίου 1758 – 1844). Διδάσκαλος του Γένους. Έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση σε σχολείο της πατρίδας του, την οποία ολοκλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα Σχολή και στις ανώτερες σχολές της Χίου, της Κωνσταντινούπολης και του Βουκουρεστίου. Στη… …   Dictionary of Greek

  • αδιάθετος — η, ο 1. ανήμπορος, άκεφος: Δεν ήρθε στη δουλειά, γιατί ήταν αδιάθετος. 2. αυτός που δε διατέθηκε, δεν πουλήθηκε: Έμειναν αδιάθετα αρκετά αντίτυπα του βιβλίου. 3. αυτός που δεν κληροδοτήθηκε με διαθήκη: Κληρονόμησε «εξ αδιαθέτου». 4. αυτός που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”